- ετούτος
- η , ο этот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετούτος — και τούτος, η, ο (Μ ἐτοῡτος και τοῡτος, η, ο) (δεικτ. αντ.) αυτός, ἡ, ό. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τούτος] … Dictionary of Greek
ξακουστός — ή, ό φημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούτος — η, ο και ετούτος, η, ο δεικτ. αντων., αυτός: Τούτος ο άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)